Τα έχει όλα για να πετύχει. Να κατακτήσει τίτλους που κάποτε φάνταζαν αδιανόητοι. Ακόμα και να γράψει τη δική του εποχή. Δεν είναι τυχαίο ότι αναδείχθηκε ο καλύτερος τερματοφύλακας της La Liga – ίσως και όλης της Ευρώπης – όσο κι αν δεν κλήθηκε ούτε ως τρίτος τερματοφύλακας στην Εθνική Ισπανίας (στοιχηματίζετε ότι τον Σεπτέμβριο ο Λουίς ντε λα Φουέντε θα τον καλέσει;). Τόσο αδιαμφισβήτητες είναι οι ποδοσφαιρικές αρετές του Τζοάν Γκαρσία, βασικός πρωταγωνιστής στην άνοδο και την παραμονή της Εσπανιόλ, όσο και μια σκληρή αλήθεια: το απότομο – σχεδόν βίαιο – άλμα του στην Μπαρτσελόνα τον τοποθετεί στη «σκοτεινή πλευρά» της ιστορίας των «περικος».
Γιατί όλοι το ήξεραν. Από τον ίδιο τον παίκτη, όταν του απαγορεύτηκε πέρσι το καλοκαίρι να πάει στην Άρσεναλ, μέχρι τον τελευταίο φίλαθλο: ο Τζοάν θα έφευγε. Ο πρώτος υπαίτιος; Η ίδια η Εσπανιόλ. Ανίκανη να δημιουργήσει έσοδα μόνη της, χρειαζόταν τουλάχιστον 15 εκατομμύρια ευρώ για να κλείσει τη χρονιά χωρίς ελλείμματα για πέμπτη συνεχόμενη σεζόν. Τόσο αναμενόμενο ήταν, που η αυθόρμητη γιορτή μετά τη σωτηρία απέναντι στη Λας Πάλμας, στις 24 Μαΐου, μετατράπηκε σχεδόν σε αποχαιρετιστήριο πάρτι.
Ο Τζοάν πήρε το μικρόφωνο, φορώντας την μπλε-λευκή φανέλα ενός παίκτη του γηπέδου και θυμήθηκε τον αγώνα της σωτηρίας. «Έμοιαζε ότι θα ήταν πιο εύκολο, αλλά αν δεν υποφέρουμε, δεν είμαστε η Εσπανιόλ», είπε στο κοινό του RCDE Stadium. Και πρόσθεσε, για να μην μείνει καμία αμφιβολία: «Είμαι πολύ περήφανος που αφήνω την ομάδα στην πρώτη κατηγορία». Τον πίεσε τότε η κερκίδα; Τον έβρισε; Τον έδιωξε; Καθόλου. Του φώναζε το όνομα με ευγνωμοσύνη, κι εκείνος, σε μια στιγμή που χειροκροτήθηκε, άγγιξε επανειλημμένα το έμβλημα της φανέλας. Και το φίλησε. Το φιλί. Μια εικόνα πλέον εμβληματική, που ξεπερνά κάθε προηγούμενη μετακίνηση – ούτε ο Ουρούτι, ούτε ο Βαλβέρδε, ούτε ο Σολέρ, ούτε φυσικά ο Κανίτο – εκτός κι αν κάτω από τη φανέλα της Μπαρτσελόνα φορά την της Εσπανιόλ στις προπονήσεις.
Επαγγελματικά, δεν υπάρχει κανένα ψεγάδι. Ένας παίκτης που επιθυμεί να βελτιώσει το στάτους, τη συλλογή τίτλων, τις αποδοχές του – και μάλιστα χωρίς να φύγει από το οικείο του περιβάλλον – δεν αξίζει επίκριση. Όμως, αυτό που ρίχνει τον Τζοάν από το βάθρο στη σκιά δεν είναι τίποτα άλλο από ό,τι κάνει το ποδόσφαιρο μαγικό. Το μοναδικό θέαμα στο οποίο πληρώνεις υπέρογκα ποσά για 90 λεπτά που μπορεί να αποδειχθούν απογοητευτικά. Αυτός ο ρομαντισμός που – είτε το παραδέχονται οι κυνικοί είτε όχι – δίνει νόημα στο άθλημα. Γιατί μεταφράζεται και σε χρήμα: πανάκριβα εισιτήρια, συνδρομές που ματώνουν, φανέλες σε εξωφρενικές τιμές…
Τι είναι ένα φιλί στο έμβλημα, μετά από εννέα χρόνια στην ακαδημία, στη λέσχη, με αψεγάδιαστη πορεία, αν όχι δήλωση αγάπης; Μπορείς να πάψεις να αγαπάς; Φυσικά. Αλλά μπορείς να αγαπήσεις τον ιστορικό σου αντίπαλο, την ώρα που δηλώνεις την αγάπη σου στην τωρινή σου ομάδα; Ο Τζοάν δεν είχε αυτό που τον χαρακτήριζε: την ειλικρίνεια. Ούτε προς την κερκίδα, ούτε προς τους δικούς του ανθρώπους. Ούτε στον ίδιο τον σύλλογο. Ούτε στους συμπαίκτες, ίσως και φίλους. Ούτε στον προπονητή: γιατί νομίζετε πως είπε ο Μανόλο Γκονθάλεθ πως θα έκοβε το χέρι του αν ο Τζοάν πήγαινε στην Μπάρτσα;
Πέρα από χειρονομίες και ηθικές εκτιμήσεις, ο τερματοφύλακας άφηνε να εννοηθεί ότι θα πήγαινε στην Πρέμιερ Λιγκ, ενώ ήδη διαπραγματευόταν με την Μπαρτσελόνα. «Αν δεν λέω δημόσια ότι δεν πάω στην Μπαρτσελόνα, είναι γιατί μου το ζήτησαν οι μάνατζερ μου, για στρατηγικούς λόγους – μην ανησυχείτε», φέρεται να έλεγε σε ιδιωτικές συζητήσεις.
Με κάθε ελευθερία και πολλούς επαγγελματικούς λόγους, είναι επίσης αλήθεια πως ο Γκαρσία, οι εκπρόσωποί του και η Μπαρτσελόνα εμπορευματοποίησαν ένα συναίσθημα. Δεν είναι η πρώτη φορά, ούτε η τελευταία. Και κανείς, απολύτως κανείς, δεν έχει δικαίωμα να πει στον φίλαθλο της Εσπανιόλ πώς να νιώθει.